- ψίλιον
- και ψίλλιον, τὸ, Αβλ. ψέλιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψίλιον — armlet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλίον — τὸ, Α [ψίλον] (κατά τον Ησύχ.) «...εἶδος ἄνθους» … Dictionary of Greek
ψιλίοις — ψίλιον armlet neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλίου — ψίλιον armlet neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PSILIUM — Graece Ψιλιον, flumen et oppidum in Ponto, de quo Salmas. vide ad Solin. p. 880. ut et in voce Psilis … Hofmann J. Lexicon universale
ψαλόν — Α (κατά τον Ησύχ.) είδος χαλινού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με το ρ. ψάλλω «σφίγγω, πιάνω, τραβώ» δεν θεωρείται πιθανή. Κατ άλλη άποψη, το θ. ψαλ τού τ. έχει προέλθει με αντιμετάθεση τών αρκτικών συμφ. από το θ. σπαλ , που… … Dictionary of Greek
ψιλίοις — Α (κατά τον Ησύχ.) «πλαγίοις, ὑπτίοις». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. ψίλιον*] … Dictionary of Greek